- ἰαιβοῖ
- ἰαιβοῖindeclform (exclam)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιαιβοί — ἰαιβοῑ (Α) κωμικό επιφώνημα θαυμασμού και εκπλήξεως, αλλ. αιβοί («ἰαιβοῑ αἰβοῑ τάδε μ ἀρέσκει», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχοποιημένη λ.] … Dictionary of Greek